- επίπλαστος
- -η, -οπου εμφανίζεται με πλαστή μορφή, προσποιητός, πλαστός, υποκριτικός: Επίπλαστη ευγένεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπίπλαστος — plastered over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπλαστος — η, ο (AM ἐπίπλαστος, ον) [πλαστός] μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.) αρχ. 1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλαστα έμπλαστρα,… … Dictionary of Greek
ἐπιπλάστως — ἐπίπλαστος plastered over adverbial ἐπίπλαστος plastered over masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλαστον — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem acc sg ἐπίπλαστος plastered over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάστοις — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάστοισιν — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάστου — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάστους — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάστων — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάστῳ — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)